ατοποθέτητος

ατοποθέτητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν τοποθετήθηκε ή δεν μπορεί να τοποθετηθεί κάπου
2. αυτός που δεν τοποθετήθηκε υπηρεσιακά, δεν ορίστηκε δηλ. ο τόπος της υπηρεσίας του
3. αυτός που δεν παίρνει θέση σε κάποιο κρίσιμο θέμα, δεν τοποθετείται σ' αυτήν ή εκείνη την παράταξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τοποθετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άθετος — η, ο (Α ἄθετος, ον) νεοελλ. ατοποθέτητος αρχ. 1. ο δίχως θέση ή τόπο 2. αυτός που έχει τεθεί κατά μέρος, ακατάλληλος, άχρηστος 3. επίρρ. ἀθέτως παράνομα, δεσποτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θετός < τίθημι. ΠΑΡ. αθετώ, αθεσία] …   Dictionary of Greek

  • άθετος — η, ο αυτός που δεν τοποθετήθηκε, ατοποθέτητος: Τελικά η κλειδαριά στην εξώπορτα έμεινε άθετη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”