- ατοποθέτητος
- -η, -ο1. αυτός που δεν τοποθετήθηκε ή δεν μπορεί να τοποθετηθεί κάπου2. αυτός που δεν τοποθετήθηκε υπηρεσιακά, δεν ορίστηκε δηλ. ο τόπος της υπηρεσίας του3. αυτός που δεν παίρνει θέση σε κάποιο κρίσιμο θέμα, δεν τοποθετείται σ' αυτήν ή εκείνη την παράταξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τοποθετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο].
Dictionary of Greek. 2013.